- Βακχικῶς
- ΒακχικόςBis Acc.adverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταβακχεύω — (AM καταβακχεύω) 1. γεμίζω κάποιον με ενθουσιασμό, με βακχική μανία 2. μέσ. καταβακχεύομαι μαίνομαι βακχικώς, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό αρχ. μέσ. προσβάλλω, βρίζω χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βακχεύω «καταλαμβάνομαι από βακχικό… … Dictionary of Greek